σπατάλῃ — σπατάλη wantonness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… … Dictionary of Greek
σπατάλη — η αλόγιστη δαπάνη: Έχουν ληφθεί μέτρα για τον περιορισμό της σπατάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαταλᾶν — σπατάλη wantonness fem gen pl (doric aeolic) σπαταλάω live softly pres part act masc voc sg (doric aeolic) σπαταλάω live softly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σπαταλάω live softly pres part act masc nom sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαταλῶν — σπατάλη wantonness fem gen pl σπαταλάω live softly pres part act masc voc sg σπαταλάω live softly pres part act neut nom/voc/acc sg σπαταλάω live softly pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σπαταλάω live softly pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλαις — σπατάλη wantonness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλημα — σπατάλη wantonness neut nom/voc/acc sg σπατάλημα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλην — σπατάλη wantonness fem acc sg (attic epic ionic) σπαταλάω live softly imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σπαταλάω live softly imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλης — σπατάλη wantonness fem gen sg (attic epic ionic) σπαταλάω live softly pres ind act 2nd sg σπαταλάω live softly imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάταλος — η, ο / σπάταλος, ον, ΝΜΑ, και σπαταλός, ή, όν, Α αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, ασυλλόγιστα, πολυδάπανος, πολυέξοδος (α. «είναι σπάταλος, δεν τού μένει δραχμή» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek